- Δενδριται
- Δενδρῖταιοἱ дендриты, «древесные люди» (баснословное племя) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δενδρῖται — δενδρίτης of a tree masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… … Dictionary of Greek